- κακόχαρτος
- κᾰκό-χαρτος, ον,A rejoicing in evil, Ἔρις, ζῆλος, Hes.Op.28, 196, cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόχαρτος — κακόχαρτος, ον (Α) αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, χαιρέκακος («Ἔρις κακόχαρτος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χαρτός «αυτός που χαροποιεί» (< χαίρω)] … Dictionary of Greek
κακόχαρτος — rejoicing in evil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόχαρτον — κακόχαρτος rejoicing in evil masc/fem acc sg κακόχαρτος rejoicing in evil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek